- εντροπαλός
- και ντροπαλός, -ή, -ό (Μ ἐντροπαλός, -ή, -ό(ν))αυτός που ντρέπεται και συστέλλεται εύκολα, φοβισμένος, συνεσταλμένος («κόρη (ε)ντροπαλή»«εκεί μέσα εκατοικούσες πικραμένη, εντροπαλή», Σολωμ.). Επίρρ. (ε)ντροπαλάμε συστολή, συνεσταλμένα, φοβισμένα.
Dictionary of Greek. 2013.