εντροπαλός

εντροπαλός
και ντροπαλός, -ή, -ό (Μ ἐντροπαλός, -ή, -ό(ν))
αυτός που ντρέπεται και συστέλλεται εύκολα, φοβισμένος, συνεσταλμένος («κόρη (ε)ντροπαλή»
«εκεί μέσα εκατοικούσες πικραμένη, εντροπαλή», Σολωμ.). Επίρρ. (ε)ντροπαλά
με συστολή, συνεσταλμένα, φοβισμένα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ντροπαλός — ή, ό 1. αυτός που εύκολα νιώθει ντροπή 2. συνεσταλμένος, διστακτικός («είναι πολύ ντροπαλός και δεν τής μιλά για τα αισθήματά του»). επίρρ... ντροπαλά με ντροπή, με συστολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἐντροπαλός < ἐντροπή + κατάλ. αλός (πρβλ. σιγ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”